-
1 κατ-αίσιος
κατ-αίσιος, = simplex, ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ᾤμωξεν Aesch. Ag. 1580.
-
2 οἰμώζω
οἰμώζω (οἴμοι), fut. οἰμώξομαι, das act. οἰμώξω nur Orac. Sib., eigtl. weh mir rufen, wehklagen, jammern; Hom. hat nur den aor. ᾤμωξεν, Il. 3, 364 u. öfter; σμερδαλέον, 15, 397, ἐλεεινά, 22, 408; ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ᾤμωξεν, Aesch. Ag. 1581; ἰδὼν δ' ὁ παῖς ᾤμωξεν, Soph. Trach. 928; – c. acc., beklagen; νὖν οἰμῶξαι πάρα τὴν σὴν ξυμφοράν, Soph. El. 778; so Eur. ᾤμωξα τόλμαν, I. T. 862, ἀδελφόν, El. 248; pass., οἰμωχϑείς, betrauert, Theogn. 1204; – μακρά, μεγάλα, Ar. Plut. 111 Av. 1503; – οἴμωζε, eine gewöhnliche Verwünschungsformel, wie geh' zum Henker! Ach. 999 Plut. 876; οἰμώζετε, Ran. 256; so οἰμώζειν λέγω σοι, Plut. 58; οὐκ οἰμώξεται; wird er nicht Prügel bekommen? Ran. 178; κεφαλαὶ κολάκων οἰμωξομένων, Vesp. 1033; ὅτι οἰμώξοιτο, εἰ μὴ σιωπήσειεν, Xen. Hell. 2, 3, 24; Sp., οἰμώζειν αὐτοῖς παρ' ἐμοῦ λέγε, Luc. Mort. D. 1, 2, ἐπὶ τῷ τραύματι, 14, 5.
-
3 ἐπι-γιγνώσκω
ἐπι-γιγνώσκω, u. ἐπι-γῑνώσκω (s. γιγνώσκω), – 1) wiedererkennen, anerkennen, αἴ κέ μ' ἐπιγνώῃ (als Conjunct. bei Bekker, bei Wolf ἐπιγνοίη), Od. 24, 217; τὴν πρὸς Ἀντίστιον γραφεῖσαν ἐπιστολήν D. Hal. – 2) als Zuschauer mit ansehen, betrachten, ἵνα πάντες ἐπιγνώωσι Od. 18, 30; übh. kennen lernen, einsehen, τινός, Pind. Ol. 4, 279; ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον Aesch. Ag. 1580; ἐπέγνω μανίαις ψαύων τὸν ϑεόν Soph. Ant. 950, wie νῦν ἐπέγνως εὖ μ' ἐπ' ἀνδρὶ δυςμενεῖ βάσιν κυκλοῦντα Ai. 18; σφραγῖδα Thuc. 1, 132 u. Folgde; ἐπιγνοίης ἂν αὐτὴν οἰκείαν γενομένην Plat. Euthyd. 301 e; ὅσους ἐπέγνωσαν τῶν ἐχϑρῶν ὄντας, die sie als zu den Feinden gehörend erkannten, Xen. Hell. 5, 4, 12. – 3) erkennen, ein Erkenntniß fällen, vom Richter, D. Hal. 11, 51; τὰ πρόςφορα ἐπιγιγνώσκοντες, beschließend, Thuc. 2, 65, vgl. 1, 70, wo es = ἐπινοεῖν ist. – 41 später einsehen, Strat. 28 (XII, 186). – 5) ἄνδρα, erkennen, LXX.
См. также в других словарях:
επιγιγνώσκω — ἐπιγιγνώσκω (AM) [γιγνώσκω] 1. γνωρίζω κάτι ακόμη καλύτερα, περισσότερο από πριν («ἐπιγνόντι σοι τὸν Χριστόν» «ὅπως μήτηρ σε μὴ ἐπιγνώσεται φαιδρῷ προσώπῳ», Σοφ.) 2. ανακαλύπτω, διακρίνω («κἄπειτ ἐπιγνοὺς ἔργον οὐ καταίσιον ὤμωξεν», Αισχύλ.) 3.… … Dictionary of Greek